- κλασικός
- -ή, -ό (AM κλασσικός)νεοελλ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους αρχαίους Έλληνες και Λατίνους συγγραφείς και καλλιτέχνες («κλασικές σπουδές»)2. (για δημιουργό ή δημιούργημα) διαπρεπής, αναγνωρισμένος ως διάσημος, πρότυπος, δόκιμος, έγκριτος3. αρχαιότροπος, αρχαϊκός4. καθιερωμένος, παραδοσιακός («κλασικό ντύσιμο»)5. (για γράμματα και τέχνες)αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μια περίοδο η οποία ξεχωρίζει για την ανώτερη ποιότητα και τη διαχρονική αξία τών έργων της («κλασική εποχή τών γαλλικών γραμμάτων»)6. χαρακτηριστικός, τυπικός («είναι κλασικός τεμπέλης»)7. το αρσ. ως ουσ. ο κλασικόςα) διαπρεπής Έλληνας και Λατίνος συγγραφέας ή καλλιτέχνης τών αρχαίων χρόνων(«τα άπαντα τών αρχαίων Ελλήνων κλασικών»)β) κορυφαίος συγγραφέας ή καλλιτέχνης ορισμένης εποχής ή χώρας τού οποίου το έργο θεωρείται ως πρότυπο8. φρ. α) «κλασική μουσική»i) μουσική που δημιουργήθηκε κατά την περίοδο 1730-1820ii) κάθε σοβαρή μουσικήβ) «κλασική οικονομική» — αγγλική σχολή οικονομικής σκέψης που δημιουργήθηκε από τον Άνταμ Σμιθ και που εκτείνεται χρονικά από τα τέλη τού 18ου αιώνα ώς τα μέσα περίπου τού 19ου αιώναμσν.-αρχ.το αρσ. ως ουσ. ο κλασ(σ)ικόςβαθμοφόρος, τού ναυτικού που εισέπραττε τα διόδια τών πλοίων τα οποία διέπλεαν τον Ελλήσποντο.επίρρ...κλασικώς και -ά1. με κλασικό, αρχαΐζοντα τρόπο2. με αναγνωρισμένο, με καθιερωμένο τρόπο, παραδοσιακά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. classicus < classis, -is με σημ. «τάξις». Ο χαρακτηρισμός αυτός δόθηκε από τον Gellius στους άριστους συγγραφείς τής αρχαιότητας κατά τον 2ο μ. Χ. αιώνα (συγγραφεύς [πρώτης] τάξεως). Ο αρχαίος ελλ. τ. κλασσικός με σημ. «αξιωματικός τού ναυτικού» < λατ. classicus < classis, -is με σημ. «στόλος»].
Dictionary of Greek. 2013.